Local Voice
Στα τοπικά...

Τι θα κάνεις, αν εκλεγείς;

Γράφει η Χριστίνα Μπαρμπαρούση*

Κατά το μοντέλο των εκλογών δεύτερης τάξης, οι εθνικές εκλογές θεωρούνται εκλογές πρώτης τάξης ενώ οι εκλογές χαμηλότερης διοικητικής και χωρικής βαθμίδας, όπως οι τοπικές/ αυτοδιοικητικές, θεωρούνται εκλογές δεύτερης τάξης. Διαφοροποιούνται κυρίως από την απόσταση που υπάρχει μεταξύ ατόμων και χώρου, ατόμων και αγοράς, ατόμων και Κράτους στα δύο επίπεδα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης, η οποία διαμορφώνει τις εκλογικές συνθήκες και τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων.

Ειδικότερα, σε αντίθεση με το συγκεντρωτικό, γεωγραφικά απομακρυσμένο και δυσκίνητο Κεντρικό Κράτος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση διακρίνεται από ένα ενιαίο σύστημα αξιών, το οποίο μπορεί να διαφέρει από μια εδαφική περιοχή σε μια άλλη. Το ενιαίο σύστημα αξιών λειτουργεί ως κώδικας επικοινωνίας στα όρια δικαιοδοσίας της κάθε εδαφικής περιοχής, ο οποίος αποτελείται από τα τοπικά ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις, τους τυπικούς και άτυπους κανόνες συναλλαγής και την τοπική συνεκτική συμπεριφορά των μελών της τοπικής κοινωνίας, παρουσιάζοντας μεγαλύτερη ελαστικότητα και δεκτικότητα στην εισαγωγή νέων προτύπων. Παρέχει, δηλαδή, μια ευελιξία κινήσεων στη διοίκηση των κοινών πραγμάτων.

Γίνεται φανερό, ότι ο παράγοντας που παίζει ρόλο στην τοπική ψήφο είναι ο χώρος με τις σχέσεις εγγύτητας, δηλαδή το τοπικό περιβάλλον. Όπως φαίνεται, τα μέλη μιας τοπικής κοινωνίας (αιρετές διοικήσεις, διορισμένες αρχές και πολίτες) δεν είναι απλοί ψηφοφόροι και υποψήφιοι αιρετοί• αλλά εξουσιοδοτημένοι δρώντες και κινητοποιητές των τοπικών πόρων, που φέρουν το δικαίωμα να έχουν στην κατοχή τους και να διαχειρίζονται το εδαφικό κεφάλαιο της περιοχής, το οποίο απέκτησαν στο χρόνο ως φυσικοί κληρονόμοι. Καθώς αυτοδιοίκηση σημαίνει, ότι οι περιοχές ως οριοθετημένες γεωγραφικές ενότητες με ολοκληρωμένη κοινωνική και οικονομική δομή, στις οποίες ασκείται οργανωμένη εξουσία με σκοπό τον έλεγχο των πόρων και των δραστηριοτήτων στα όρια της δικαιοδοσίας τους, έχουν το φυσικό δικαίωμα να αποφασίζουν μόνες τους για τις δικές τους υποθέσεις.

Επομένως, ακόμη και το καλύτερο έργο των αιρετών και διορισμένων αρχών είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, αν πρώτα αγνοηθεί από τους ντόπιους.

Διότι κανένας τρίτος δεν μπορεί να υποκαταστήσει το δεσμό εγγύτητας των ατόμων με το χώρο, που τους προσδίδει το προβάδισμα της γνώσης. Οι ντόπιοι γνωρίζουν το κάθε πρόβλημα και είναι σε θέση να προτείνουν τη λύση στην τοπική/περιφερειακή αρχή, ακόμη και αν δεν είναι αποδεκτή. Και όσοι επιθυμούν να εμπλακούν στη διοίκηση και φροντίδα των τοπικών υποθέσεων είναι υποχρεωμένοι να ζητούν τη συμμετοχή των ντόπιων στη διαδικασία συναπόφασης και δημόσιας διαβούλευσης. Διότι τα αποτελέσματα της τοπικής διαχείρισης είναι άμεσα ορατά στην καθημερινή ζωή όλων των ατόμων μιας τοπικής κοινωνίας.

Άρα, το αναμενόμενο θα ήταν να είναι το πιο εύκολο είδος διαχείρισης για αξιολόγηση, δηλαδή να υπάρχει μια καλή σχέση μεταξύ τοπικής διοίκησης και κοινής γνώμης. Και τα μέλη των τοπικών κοινωνιών να είχαν μια πολύ καλή αίσθηση για το τι είδους αποφάσεις είναι αναγκαίο να λαμβάνουν, ακόμα κι αν δεν είναι εξοικειωμένα με την εδαφική διακυβέρνηση.

Αντιθέτως, οι εκλεγμένες αρχές αποφεύγουν να ζητούν τη γνώμη των κατοίκων για τις επιλογές τους ενώ οι υποψήφιοι δημοτικοί και περιφερειακοί συνδυασμοί αρνούνται να ανακοινώσουν τις προγραμματικές θέσεις τους για τα προβλήματα, για τα οποία ζητούν να ψηφιστούν για να επιλύσουν. Επιλέγουν να αναθέτουν την εκπόνηση των σχεδίων δράσης απευθείας σε εξωτερικά γραφεία συμβούλων, που δεν έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με τους τόπους ούτε τη διοικητική – αναπτυξιακή τεχνογνωσία και τεχνολογία, χωρίς την ενεργό συμμετοχή των τοπικών πληθυσμών. Και ενώ ένα μεγάλο μέρος των ενεργειών και των δράσεων ενός τοπικού στρατηγικού σχεδίου δεν (χρειάζεται να) είναι δαπανηρό. Γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με την ουσία της αυτοδιοίκησης, οδηγώντας στην αδιάπτωτη απαξίωσή της.

Η βασική αιτία είναι η υποκατάστασή της από τα πελατειακά αγαθά ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ των ομάδων συμφερόντων, διότι πολλοί ψηφοφόροι ψηφίζουν όχι σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή τους, αλλά καθοδηγούμενοι από εθνικούς προβληματισμούς, βάσει παραγόντων που επικρατούν στα εθνικά θέματα. Καθώς οι πολιτικές υποθέσεις έχουν εθνικοποιηθεί, οι ίδιες οι πόλεις δεν φαίνονται πλέον τόσο σημαντικές για την πολιτική ζωή. Και έτσι καταλήγουν να εξισώνουν τις εθνικές με τις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Τούτο κατ’ επέκταση σημαίνει, ότι υπό την οπτική των ψηφοφόρων οι τοπικοί υποψήφιοι έχουν μικρότερη σημασία από τον κομματισμό και παίζουν περιορισμένο ρόλο στη διαμόρφωση της τοπικής ψήφου. Ως αποτέλεσμα, οι ντόπιοι δεν έχουν ιδιαίτερες προσδοκίες και απαιτήσεις για τις ικανότητες και τα έργα των υποψήφιων και των εκλεγμένων συνδυασμών, δεν θεωρούν τους αιρετούς άρχοντες υπόλογους για όσα έχουν ή δεν έχουν κάνει για το δήμο ή την περιφέρειά τους και οι αιρετοί δεν αισθάνονται ότι πιέζονται από τους πολίτες να είναι συνεπείς, αποτελεσματικοί και διαφανείς απέναντί τους. Οπότε, ελλείψει λογοδοσίας, όσοι είναι επιφορτισμένοι με τη λήψη αποφάσεων κοινής ωφέλειας αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους πειρασμούς να τη θυσιάσουν για τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα και οι πολίτες είναι λιγότερο πρόθυμοι να συμμετάσχουν ακόμη και σε καλοπροαίρετες προσπάθειες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Τα προηγούμενα οδηγούν σε δυσπιστία Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κοινωνίας.

Παρά ταύτα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2023 συμμετέχουν περίπου 1.000 υποψήφιοι δημοτικοί και περιφερειακοί συνδυασμοί και 50.000 υποψήφιοι κοινοτικοί, δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι σε 332 δήμους και 13 περιφέρειες. Στις εκλογές του 2019 οι υποψήφιοι συνδυασμοί και σύμβουλοι ήταν ομοίως δυσανάλογα πολλοί σε σχέση με την φθίνουσα πορεία του θεσμού στη χώρα μας.

Ως εκ τούτου, εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα, τα οποία μάλιστα αλληλοεξουδετερώνονται. Πρώτον, πώς είναι δυνατόν η Τοπική Αυτοδιοίκηση να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον ενός τόσο μεγάλου αριθμού υποψηφίων αιρετών για την ανάδειξη των οργάνων εκπροσώπησης των πολιτών και ταυτόχρονα η θεσμική, διοικητική, οικονομική, κοινωνική και αναπτυξιακή φυσιογνωμία της να βρίσκεται σε εντελή υποβάθμιση (παράδοξο). Δεύτερον, αφού βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, έχουν σκοπό να κάνουν κάτι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θα εκλεγούν; Κι αν έχουν, γιατί δεν λένε στους ψηφοφόρους τους τι σκοπεύουν να κάνουν;

*Περιφερειολόγος, Διδάκτωρ Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ειδική Γραμματέας Περιφερειακής Ανάπτυξης Διοικητικού Επιμελητηρίου Ελλάδος

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.